Σύσταση Εθνικού Συμβουλίου Διεπαγγελματικών
Οργανώσεων
Στη σύσταση Εθνικού Συμβουλίου Διεπαγγελματικών Οργανώσεων, θα αφορά μεταξύ άλλων το νομοσχέδιο που θα φέρει στο επόμενο υπουργικό συμβούλιο η ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με τον γενικό γραμματέα του ΥΠΑΑΤ, Γιώργο Στρατάκο, να σημειώνει ότι «επιδιώκουμε την ενδυνάμωση των ρόλων των Διεπαγγελματικών οργανώσεων και την αριθμητική τους αύξηση, αφού ανέρχονται σε μόλις οκτώ».
Μιλώντας από το βήμα του 2ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Ρυζιού που διοργάνωσε σήμερα στη Θεσσαλονίκη η Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Ελληνικού Ρυζιού (ΕΔΟΡΕΛ), ο κ. Στρατάκος επισήμανε χαρακτηριστικά ότι «το νέο νομοσχέδιο που θα παρουσιαστεί σχετίζεται με τη λειτουργία και την οργάνωση των Διεπαγγελματικών Οργανώσεων στη χώρα μας αλλά και τη σύσταση Εθνικού Συμβουλίου για αυτές». Αναφερόμενος στη Θεσσαλία, ο ίδιος σημείωσε ότι οι καταστροφές που σημειώθηκαν λόγω της κακοκαιρίας Ντάνιελ, θα κοστίσουν στο ελληνικό κράτος πάνω από 3-3,5 δισ. ευρώ.
Σε εξαιρετικά κρίσιμη καμπή η παραγωγή ρυζιού στην Ελλάδα
Τη θέση της ότι η παραγωγή ρυζιού στην Ελλάδα βρίσκεται σε εξαιρετικά κρίσιμη καμπή, διατύπωσε στην τοποθέτησή της στο συνέδριο η πρόεδρος του Συνδέσμου Ορυζόμυλων Ελλάδας (ΣΟΕ), Γεωργία Κωστηνάκη, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «όσοι δεν θέλουν να εθελοτυφλούν μπορούν να διαπιστώσουν με περισσή ευκολία, ότι σήμερα περισσότερο από ποτέ είναι απαραίτητο να καθίσουν όλες οι ενδιαφερόμενες πλευρές σε ένα τραπέζι ειλικρινούς διαλόγου».
Στόχος «θα πρέπει να είναι μόνον ένας, δηλαδή να καταρτισθεί ένα κεντρικό σχέδιο, ένας οδικός χάρτης για το αύριο του ρυζιού στην πατρίδα μας. Η χώρα μας πρέπει να είναι μέσα στις εξελίξεις και όχι έξω από αυτές», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Κατά τη γνώμη της, η ΕΔΟΡΕΛ μπορεί και πρέπει να αναλάβει το ρόλο του συντονιστή του διαλόγου, συνθέτοντας τις διαφορετικές προσεγγίσεις και στο πλαίσιο αυτό επισήμανε ότι «η διαφορετικότητα στην προσέγγιση καίριων ζητημάτων, μπορεί και πρέπει να οδηγήσει στη σύνθεση και εν τελεί στην υιοθέτηση μίας κεντρικής ιδέας που θα δώσει τη λύση σε πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κλάδος». Εξέφρασε την πεποίθησή της ότι «έχουμε όλα τα εφόδια, όλα τα προσόντα για να καταστήσουμε το ελληνικό ρύζι ανταγωνιστικό σε παγκόσμιο επίπεδο», αν και όπως παραδέχθηκε «αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει σε καμία περίπτωση χωρίς να αντλούμε γνώση από τα παραδείγματα άλλων Ευρωπαϊκών ορυζοπαραγωγών χωρών, όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία».
Μιλώντας για το σήμερα στην Ελλάδα, η κ. Κωστηνάκη τόνισε ότι τα στοιχεία «η αδιάψευστη δύναμη των αριθμών», δείχνουν ότι δεν καλύπτονται καν οι ανάγκες της ελληνικής αγοράς σε ό,τι αφορά την εμπορική κατηγορία ρυζιών Καρολίνα. Όπως εξήγησε, η ετησία κατανάλωση στην χώρα μας είναι περίπου 20.000 ΜΤ «όμως φέτος καλλιεργήσαμε μόνο 17.000 στρέμματα ρυζιών τύπου καρολίνας, τα οποία σε λευκασμένο ρύζι μας δίνουν 9.500 ΜΤ, δηλαδή δεν θα παράξουμε ούτε τα μισά της ζήτησης». Στο πλαίσιο αυτό διερωτήθηκε «πώς θα καλυφθεί αυτή η έλλειψη;» και απάντησε «είτε χρησιμοποιώντας μακρύσπερμο Α ρύζι, είτε εισάγοντας ρύζι από την Ιταλία».Στην ερώτηση δε που η ίδια έθεσε και αφορά στο «γιατί οι Ιταλοί μπορούν να το παράγουν», απάντησε «γιατί οι Ιταλοί καλλιεργούν 150 ποικιλίες και εμείς ουσιαστικά μόνο τρεις».
Πάντως, όπως τόνισε η ζήτηση της μεταποίησης ρυζιού είναι χρόνια, ξεκάθαρη και συγκεκριμένη και στο πλαίσιο αυτό ανέφερε ότι η ελληνική αγορά χρειάζεται περίπου «20.000 ΜΤ Καρολίνας , μακρύσπερμο Α ρύζι με κιμωλία, 20.000 ΜT Parboiled , μακρύσπερο Β ρύζι που έχει υποστεί υδροθερμική επεξεργασία, 11.000 Μτ Νυχάκι , μακρύσπερμο Β ρύζι λευκασμένο και 9.000 ΜΤ γλασσέ , μακρύσπερμο Α ρύζι λευκασμένο», ενώ για εξαγωγές, απαιτούνται ποικιλίες μακρύσπερμου Α ρύζιου κρυσταλιζέ, τύπου calrose και Baldo.
Για να γίνει το μεγάλο άλμα φυγής προς τα εμπρός και την ανάπτυξη, κατά την κ. Κωστηνάκη, «πρέπει να συμφωνήσουμε όλοι ότι είναι απαραίτητο να φύγουμε από τη μονοκαλλιέργεια η οποία τελικά είναι μόνο λύση ανάγκης είτε για την ελληνική αγορά, είτε για την εξαγωγή» και διευκρίνισε ότι οι κλασικές ποικιλίες «πεθαίνουν» εμπορικά και γίνονται όλο και πιο δύσκολες στην καλλιέργεια. «Χρειάζεται εξειδίκευση, δεν είναι σοφό να καλλιεργούμε ρύζι που είτε δεν καλύπτει το εμπορικό ενδιαφέρον είτε έχει όριο στην τιμή του όταν αυτό καλλιεργείται από τις χώρες της Ασίας», τόνισε. Μεταξύ άλλων, στην τοποθέτησή της κάλεσε τους εμπλεκομένους με τον κλάδο να μην φοβούνται τις αλλαγές, ιδίως όπως είπε χαρακτηριστικά «όταν αυτές έχουν ήδη καταγεγραμμένα αποτελέσματα σε όσους τις τόλμησαν πριν από εμάς και βλέπουν σήμερα το όραμα τους αυτό να αποδίδει».
Σε φθίνουσα πορεία το ελληνικό ρύζι
Μειωμένη εμφανίζεται η παραγωγή ελληνικού ρυζιού με τις ανάγκες της χώρας μας να καλύπτονται από τις αντίστοιχες εισαγωγές, και κυρίως από Πακιστάν και Μιανμάρ. Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν από τους φορείς στο συνέδριο, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις είναι μειωμένες κατά 15% την περίοδο 2022-2023 όπως αντίστοιχα και η παραγωγή ρυζιού κατά 26%.
Το 85% της παραγωγής ρυζιού, προέρχεται από τη Θεσσαλονίκη και χαρακτηρίζεται εξαγώγιμο προϊόν, το οποίο προωθείται τόσο στην Ευρώπη όσο και σε τρίτες χώρες. Στην Ελλάδα καλλιεργούνται 240.000-250.00 στρέμματα ρυζιού, εκ των οποίων 233.000 αφορούν ποικιλίες ρυζιών και 15.000 βιολογικής καλλιέργειας. Το 10% είναι ποικιλίες καρολίνα, 30% ποικιλία indica και 60% ποικιλία japonica. Ετησίως, στην Ελλάδα παράγονται 220.00-230.000 τόνους, με το 40% να καταναλώνεται στη εγχώρια αγορά και το 60% να εξάγεται. Η Ελλάδα μάλιστα κατέχει την τρίτη θέση στην παραγωγή ρυζιού στην ΕΕ, με την Ιταλία να κατατάσσεται πρώτη και την Ισπανία δεύτερη.
Για την κατάσταση που επικρατεί στον κλάδο ρυζιού σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, μίλησε από την πλευρά της η αντιπρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελληνικού Ρυζιού (ΕΔΟΡΕΛ), Όλγα Κουρέα, λέγοντας ότι και στην Ευρώπη παρατηρείται αισθητή μείωση, τόσο των καλλιεργούμενων εκτάσεων, όσο και της παραγωγής. «Το αποτέλεσμα είναι να εισάγονται μεγάλες ποσότητες ρυζιού για να καλυφθούν οι ανάγκες, ενώ μειωμένες καταγράφονται και οι εξαγωγές», είπε χαρακτηριστικά.
Οι ευρωπαϊκές εισαγωγές ρυζιού, όπως σημείωσε, γίνονται κυρίως από Πακιστάν και Μιανμάρ και από τις συνολικές ποσότητες εισαγωγής από την πρώτη χώρα, το 2% αντιστοιχεί στην Ελλάδα. «Οι συνολικές εισαγωγές της ΕΕ σε ρύζι από το 2021 και έπειτα, έχουν φτάσει από τους 450.000 τόνους στους 892.000 τόνους, με αύξηση κατά 58%», ανέφερε η ίδια.
Στις πιέσεις που δέχεται ο κλάδος του ρυζιού, αναφέρθηκε από την πλευρά του ο διευθυντής πωλήσεων της Agrino, Βασίλης Μπεγκλής, λέγοντας ότι οι ποσότητες κατανάλωσης, έχουν περιοριστεί σημαντικά. Σύμφωνα με τον ίδιο, παρατηρείται πτώση σε όγκο του τυποποιημένου ρυζιού κατά 7,4% την περίοδο 2022-2023 και αύξηση της αξίας του κατά 4,7%. «Έχουν μειωθεί οι ποσότητες συσκευασιών που αγοράζουν οι καταναλωτές, όπως και τα τεμάχια που βάζουν στο καλάθι τους. Αυτό θα πρέπει να μας προβληματίσει στον κλάδο του ρυζιού και να σκεφτούμε πιο δημιουργικά και τι καλύτερο μπορούμε να κάνουμε. Έχουμε ανάγκη για ένα ποιοτικό ρύζι αλλά και αύξηση της κατανάλωσης του», υπογράμμισε.
Την εκτίμηση ότι η ορυζοκαλλιέργεια έχει μέλλον στη χώρα μας «διότι απαιτεί λιγότερα νερά για καλλιέργεια», διατύπωσε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ΕΑΣΘ Α.Ε, Χρήστος Τσιχήτας, ενώ ο πρόεδρος της ΕΔΟΡΕΛ, Χρήστος Γκατζάρας, τόνισε ότι το ελληνικό ρύζι αποτελεί αναγκαιότητα για την περιοχή μας με την Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση να στοχεύει στην ανάδειξη και την προώθηση του προϊόντος, τόσο στην εγχώρια, όσο και τη διεθνή αγορά.
Στ. Κωνσταντινίδης: Επί 4,5 χρόνια συντελείται μια δημοσιονομικά στοχευμένη προσπάθεια, με θετική επίδραση συνολικά στην ελληνική κοινωνία
Στα μέτρα και τις ενέργειες που λαμβάνει και προωθεί η ελληνική κυβέρνηση με στόχο τη στήριξη του πρωτογενούς τομέα, αναφέρεται ο υφυπουργός Εσωτερικών (Μακεδονίας – Θράκης) Στάθης Κωνσταντινίδης, σε χαιρετισμό του που διαβάστηκε στο 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ρυζιού, που διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη.
Στον χαιρετισμό του, ο κ. Κωνσταντινίδης, ο οποίος απουσίαζε από το συνέδριο λόγω κοινοβουλευτικών υποχρεώσεων, αναγνωρίζει ότι τα προηγούμενα χρόνια οι Έλληνες αγρότες βίωσαν δυσκολίες στην παραγωγή των προϊόντων τους, σημειώνει, ωστόσο, ότι «επί 4,5 χρόνια συντελείται μια δημοσιονομικά στοχευμένη προσπάθεια, με θετική επίδραση συνολικά στην ελληνική κοινωνία».
Αναφέρεται, δε, σε μια σειρά από θετικά μέτρα που έχουν ληφθεί αλλά και στα πρόσφατα μέτρα που ανακοινώθηκαν για τον πρωτογενή τομέα, ενώ για την ΚΑΠ σημειώνει πως «ενώ η Ευρώπη έδωσε λιγότερα συνολικά, η Ελλάδα εξασφάλισε τα ίδια χρήματα, δηλαδή 19,3 δισεκατομμύρια ευρώ». Επισημαίνει, ωστόσο, ότι «πιθανότατα να χρειάζεται να στρέψουμε την προσοχή μας και σε άλλα ζητήματα που περνούν κάτω από το δίχτυ προστασίας που έχει απλώσει η πολιτεία».
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την καλλιέργεια ρυζιού, αφού τονίζει πως η Ελλάδα αποτελεί μια από τις κορυφαίες χώρες όσον αφορά στην παραγωγή σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μαζί με την Ιταλία και την Ισπανία, προσθέτει: «Στον τόπο μας το ρύζι που καλλιεργείται είναι προϊόν υψηλής διατροφικής αξίας και σήμερα, τα 3/4 της εγχώριας παραγωγής κατευθύνονται σε εξαγωγές προς την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, ανταποδίδοντας οικονομικά στους ανθρώπους της Χαλάστρας και τους άλλους ρυζοπαραγωγούς της πατρίδας μας, το μεράκι, τη φροντίδα και τη συνέπεια που επιδεικνύουν κατά την καλλιέργεια του».